βαρυστομαχιά

βαρυστομαχιά
η несварение желудка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "βαρυστομαχιά" в других словарях:

  • βαρυστομαχιά — και βαροστομαχιά και βαρυστομαχίλα, η και βαρυστομάχιασμα, το βάρυνση του στομαχιού λόγω δυσπεψίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. βαρυστομαχιά και βαρυστομαχίλα < επίθ. βαρυστόμαχος, ενώ ο τ. βαρυστομάχιασμα < βαρυστομαχιάζω] …   Dictionary of Greek

  • βαρυστομαχιά — η το βάρος που αισθάνεται κανείς στο στομάχι του, η δυσπεψία: Το φαγητό μού έφερε βαρυστομαχιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαρυστομαχιάζω — [βαρυστομαχιά] αισθάνομαι βαρυστομαχιά …   Dictionary of Greek

  • βαρυστόμαχος — η, ο 1. αυτός που νιώθει συνήθως βαρυστομαχιά γιατί πάσχει από χρόνια δυσπεψία 2. (για φαγητό) αυτό που προκαλεί βαρυστομαχιά …   Dictionary of Greek

  • στομάχιασμα — το, Ν [στομαχιάζω] βαρυστομαχιά, δυσπεψία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»